ὑπόζυγος

Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ, the    A pleura, Cael.Aur.TP2.1, 11, 5.10.

German (Pape)

[Seite 1217] = ὑποζύγιος, zw.

Greek Monolingual

-ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α
1. ως επίθ. υποζύγιοςὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.)
2. ως ουσ. ο υπεζωκότας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπί-ζυγος, σύ-ζυγος].