ατος, τό, (ὑβόομαι) A = ὗβος, hump, Hp.Art.43, al.
ὕβωμα: τό, (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος ὑβόω,) = ὗδος, κύρτωμα, «καμπούρα», Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808, κ. ἀλλ.