τό, A v. ὕδωρ.
ὕδος: -εος, τό, ἴδε ἐν λέξ. ὕδωρ, γαῖαν ὕδει φύρειν, ἀντὶ ὕδατι, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61.
ὕδος: εος τό (dat. ὕδει) Hes. = ὕδωρ.