ῥοδόσφυρος

Revision as of 09:39, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A rosy-ankled, Q.S.1.138; Χάριτες Him.Or.1.19; Ἀντολίη PMag.Berol.2.93.

German (Pape)

[Seite 847] mit rosigen Knöcheln, Füßen, rosenfüßig; Christod. ecphr. 160; Qu. Sm. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων σφυρὰ ῥοδόχροα, ἀλλ’ ὅτε δὴ ῥ’ ἐπόρουσε ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια Κόϊντ. Σμ. 1. 138, Χριστοδ. Ἔκφρ. 160.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει ρόδινα σφυρά, ρόδινους αστραγάλους (α. «ῥοδόσφυρος Ἠριγένεια», Κόιντ
β. «ῥοδόσφυροι Χάριτες», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + σφυρόν «αστράγαλος» (πρβλ. λευκό-σφυρος)].