ῥιζόφυτος
English (LSJ)
ον, A growing from a root, Ocell. 1.13.
German (Pape)
[Seite 843] aus der Wurzel, mit der Wurzel wachsend, Sp. Vgl. ῥιζοφοίτητος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζόφῠτος: -ον, ὁ φυόμενος, φυτρώνων ἀπὸ τῆς ῥίζης, Ὄκελλος Λευκανὸς 13, σ. 513.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φυτρώνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ.ελαιό-φυτος].