ῥιζόφυτος

Revision as of 09:40, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A growing from a root, Ocell. 1.13.

German (Pape)

[Seite 843] aus der Wurzel, mit der Wurzel wachsend, Sp. Vgl. ῥιζοφοίτητος.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζόφῠτος: -ον, ὁ φυόμενος, φυτρώνων ἀπὸ τῆς ῥίζης, Ὄκελλος Λευκανὸς 13, σ. 513.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυτρώνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυτος (< φυτός < φύομαι), πρβλ.ελαιό-φυτος].