ῥυσαίνομαι

Revision as of 09:46, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass.,    A to be wrinkled, Nic.Al.78, AP14.103.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡσαίνομαι: Παθ., ῥυτιδοῦμαι, ἐπὶ τῶν οὔλων, Νικ. Ἀλεξιφ. 78, Ἀνθ. Π. 14. 103.

Greek Monolingual

και ῥυσσαίνομαι Α ῥυσός / ῥυσσός]
παθ. (για τα ούλα) ρυτιδώνομαι.

Greek Monotonic

ῥῡσαίνομαι: (ῥυσός), Παθ., έχω ρυτίδες, κάνω ζάρες, λέγεται για τα ούλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῡσαίνομαι: быть морщинистым, сморщенным Anth.

Middle Liddell

ῥῡσαίνομαι, ῥυσός
Pass. to be wrinkled, Anth.