κομβολύτης
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, A cut-purse, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1477] ὁ, Beutelschneider, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κομβολύτης: ῠ, ου, ὁ, βαλλαντιοτόμος, Ἡσύχ.
[ῠ], ου, ὁ, A cut-purse, Hsch.
[Seite 1477] ὁ, Beutelschneider, Hesych.
κομβολύτης: ῠ, ου, ὁ, βαλλαντιοτόμος, Ἡσύχ.