γαυλικός

Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

ή, όν,    A of or for a γαῦλος ΙΙ, χρήματα γ. its cargo, X.An.5.8.1 (v.l. γαυλιτικά).

German (Pape)

[Seite 476] zum Kauffahrteischiff gehörig, χρήματα, Schiffsladung, Xen. An. 5, 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γαυλικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς γαῦλον· -χρήματα γ., αἱ πραγματεῖαι, τὸ φορτίον, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 1· διάφ. γραφ. γαυλιτικά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de vaisseau marchand (cargaison).
Étymologie: γαῦλος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν de un navío de carga χρήματα X.An.5.8.1.

Greek Monolingual

γαυλικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον γαύλο.

Greek Monotonic

γαυλικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για εμπορικό πλοίο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γαυλικός: v. l. γαυλιτικός 3 являющийся торговым грузом или корабельный (χρήματα Xen.).

Middle Liddell

of or for a merchant vessel, Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαυλικός -ή -όν γαῦλος van een vrachtschip :. γαυλικὰ χρήματα scheepslading Xen. An. 5.8.1.