φιλοσύντομος

Revision as of 15:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

ον,    A loving brevity, Ph.2.351, Plu.2.511b, Gal.19.185 (Comp.), Sch.Hermog. in Rh.7 (1).105W.

German (Pape)

[Seite 1286] die Kürze liebend, Plut. de garrul. 17.

Greek (Liddell-Scott)

φῑλοσύντομος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν συντομίαν, Πλούτ. 2. 511Β, Ρήτορες (Walz) 7. σ. 105.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la concision, la brièveté.
Étymologie: φίλος, σύντομος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει η συντομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σύντομος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσύντομος: любящий сжатость (в выражениях) (σ. καὶ βραχυλόγος Plut.).