εὐσύμβλητος

Revision as of 15:43, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">1</span>" to "''1''")

English (LSJ)

old Att. εὐξ-, ον, = sq. 1,    A τέρας Hdt.7.57; ἥδ' οὐκέτ' εὐξὺμβλητος ἡ χρησμῳδία A.Pr.775.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσύμβλητος: καὶ ἀρχ. Ἀττ. εὐξύμβλητος, ον, = τῷ ἑπομ., τέρας εὐσ. Ἡρόδ. 7. 57· ἥδ’ οὐκέτ’ εὐξύμβλητοςχρησμῳδία Αἰσχύλ. Πρ. 775.

French (Bailly abrégé)

anc. att. εὐξύμβλητος;
ος, ον :
facile à conjecturer, à deviner.
Étymologie: εὖ, συμβάλλω.

Greek Monolingual

εὐσύμβλητος και εὐξύμβλητος, -ον (Α)
αυτός που μαντεύεται ή κατανοείται εύκολα («ἥδ' οὐκέτ' εὐξύμβλητοςχρησμῳδία», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ-βλητός (< συμβάλλω)].

Greek Monotonic

εὐσύμβλητος: αρχ. Αττ. εὐ-ξυμβ-, -ον, = το επόμ., σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐσύμβλητος: староатт. εὐξύμβλητος 2 легко разгадываемый, нетрудный для истолкования (χρησμῳδία Aesch.; τέρας Her.).

Middle Liddell

= εὐσύμβολος, Hdt., Aesch.]

English (Woodhouse)

intelligible, easy to conjecture, easy to divine, easy to guess, easy to understand