κερχνίον

Revision as of 15:52, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">111</span>" to "''111''")

English (LSJ)

τό, Dim. of κέρχνος (B) 111, IG22.1533.19, 23.

Greek Monolingual

κερχνίον, τὸ (Α)
επιγρ. (υποκορ. του κέρχνος (III) μικρό κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. -ίον].