τό, Dim. of κέρχνος (B) III, IG22.1533.19, 23.
κερχνίον, τὸ (Α)επιγρ. (υποκορ. του κέρχνος (III) μικρό κέρνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. -ίον].