κερχνίον

Revision as of 16:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''111''" to "''III''")

English (LSJ)

τό, Dim. of κέρχνος (B) III, IG22.1533.19, 23.

Greek Monolingual

κερχνίον, τὸ (Α)
επιγρ. (υποκορ. του κέρχνος (III) μικρό κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρχνος (III) + υποκορ. κατάλ. -ίον].