Σίφνος

Revision as of 19:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ἡ, Siphnus, Hdt.3.57, etc.: Adj. Σίφνιος, α, ον, Str.10.5.1; A οἱ Σίφνιοι Hdt. l.c., etc.

Greek (Liddell-Scott)

Σίφνος: ἡ, μία τῶν Κυκλάδων, Ἡρόδ. 3. 57, κτλ.· ἐπίθετ. Σίφνιος, α, ον, Στράβ. 484· οἱ Σίφνιοι Ἡρόδ., κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Σίφνιοι· ἀκάθαρτοι, ἀπὸ Σίφνου τῆς νήσου».

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Siphnos.

Greek Monotonic

Σίφνος: ἡ, Σίφνος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. Σίφνιος, , -ον, κάτοικος της Σίφνου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

Σίφνος: ἡ Сифнос (один из Кикладских островов, богатый золотом и серебром) Her.

Middle Liddell

Σίφνος, ἡ,
Siphnos, one of the Cyclades, Hdt.