αἰγομελής
English (LSJ)
ές, A goat-limbed, Orph.H.11.5.
Greek (Liddell-Scott)
αἰγομελής: ής, ὁ ἔχων μέλη τράγου, Ὀρφ. Ὕ. 10. 5.
Spanish (DGE)
-ές de patas de cabra Orph.H.11.5.
ές, A goat-limbed, Orph.H.11.5.
αἰγομελής: ής, ὁ ἔχων μέλη τράγου, Ὀρφ. Ὕ. 10. 5.
-ές de patas de cabra Orph.H.11.5.