Τυρρηνίς

Revision as of 19:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A = Τυρσηνίς (q. v.), [[[νῆες]]] Thphr.HP5.8.3.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f;
c.
Τυρρηνικός.

Greek Monolingual

και ιων. τ. Τυρσηνίς, -ίδος, ἡ, Α
βλ. Τυρρηνός.

Russian (Dvoretsky)

Τυρρηνίς: ион. и староатт. Τυρσηνίς, ίδος adj. f тирренская (Σκύλλη Eur.).