αἰσχροπρόσωπος

Revision as of 19:46, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A of hideous countenance, Suid. s.v. Φιλοκλῆς.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχροπρόσωπος: -ον, = ἔχων δυσειδὲς πρόσωπον, Σουΐδ, ἐν λ. Φιλοκλῆς.

Spanish (DGE)

-ον feo de rostro Sud.s.u. Φιλοκλῆς.

Greek Monolingual

αἰσχροπρόσωπος, -ον (Α)
κατά τη Σούδα «ασχημοπρόσωπος», ασχημομούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + πρόσωπον.