αὐγέω
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
αὐγέω: λάμπω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, Ἑβδ. (Ἰὼβ κθ΄, 3).
Spanish (DGE)
brillar ὅτε ηὔγει ὁ λύχνος LXX Ib.29.3.
αὐγέω: λάμπω, ἀκτινοβολῶ, ἀπαστράπτω, Ἑβδ. (Ἰὼβ κθ΄, 3).
brillar ὅτε ηὔγει ὁ λύχνος LXX Ib.29.3.