βαμβαλύζω
English (LSJ)
A v. βαμβαίνω.
Spanish (DGE)
(βαμβᾰλύζω)
castañear los dientes Hippon.42a3, Lyr.Iamb.Adesp.38.4W., Ael.Dion.β 4, Phryn.PS p.54.
Russian (Dvoretsky)
βαμβᾰλύζω: Arst., v. l. βομβυλιάζω = βαμβαίνω 1.
A v. βαμβαίνω.
(βαμβᾰλύζω)
castañear los dientes Hippon.42a3, Lyr.Iamb.Adesp.38.4W., Ael.Dion.β 4, Phryn.PS p.54.
βαμβᾰλύζω: Arst., v. l. βομβυλιάζω = βαμβαίνω 1.