βαρβαροκτόνος
English (LSJ)
ον, A slaughtering barbarians, Thom.Mag.p.141 R.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων βαρβάρους, Θωμ. Μ. σ. 141.
ον, A slaughtering barbarians, Thom.Mag.p.141 R.
βαρβᾰροκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων βαρβάρους, Θωμ. Μ. σ. 141.