βαρυολκός

Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A = βαρουλκός, ἡ β. Tz.H.2.155.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, = βαρουλκός.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυολκός: -όν, ὁ ἐγείρων βάρος, ἡ β., μηχανὴ πρὸς τοῦτον τὸν σκοπόν, Τζετζ. Ἱστ. 2. 155, κτλ.· πρβλ. βαρουλκός.

Spanish (DGE)

v. βαρυουλκόν.

Greek Monolingual

βαρυολκός, η (Μ)
το βαρούλκο.