βεβρώθοις

Revision as of 20:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A v. βιβρώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

βεβρώθοις: ἴδε ἐν λ. βιβρώσκω.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. pf. opt. épq. de βιβρώσκω.

Spanish (DGE)

v. βιβρώσκω.

Greek Monotonic

βεβρώθοις: βλ. βιβρώσκω· βέβρωκα, παρακ. του ίδ., βεβρώσομαι, Παθ. μελ.

Russian (Dvoretsky)

βεβρώθοις: эп. 2 л. sing. pf. opt. к βιβρώσκω.