βιαστός

Revision as of 20:22, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ή, όν, A violent, πράγματα Chor. in Lib.4.793 Reiske.

Greek (Liddell-Scott)

βιαστός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς βίας γινόμενος, Λιβάν. 4. 793.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βιαστός, -ή, -όν) βιάζομαι
αυτός που έγινε με τη βία.