γενετήρ

Revision as of 20:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A = γενέτης, Epic.Alex.Adesp.3.10, Arist.Mu.397a4, IG3.716, Coluth.373, Tryph.294: in pl., parents, IG7.2543, Nonn.D.4.61, al.

German (Pape)

[Seite 482] ῆρος, ὁ, Erzeuger, Arist. mund. 5 u. sp. D., wie Agath. 39 (VII, 602); plur., die Eltern, Mus. 125.

Greek (Liddell-Scott)

γενετήρ: ῆρος, ὁ, = γενέτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 380, 391· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1656.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
creador, padre Arist.Mu.397a4, Epic.Alex.Adesp.3.10, IG 22.3669.18 (III d.C.), TAM 3.268.3 (Termeso III d.C.), Orác. en SEG 27.678.11 (Ostia II/III d.C.), de las estrellas ἀεὶ γενετῆρες ἁπάντων Orph.H.7.5, cf. Nonn.Par.Eu.Io.8.34, Colluth.373, Triph.294
como epít. de θεός IKPolis 177.5 (crist.), Nonn.Par.Eu.Io.1.12
plu. progenitores Ἁρμονίης γενετῆρες Nonn.D.4.61, cf. IG 7.2543.1 (Tebas III/IV d.C.).

Greek Monolingual

γενετήρ, ο (Α)
1. ο πατέρας
2. πληθ. γενετῆρες, οἱ
οι γονείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενε-τήρ
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Russian (Dvoretsky)

γενετήρ: ῆρος ὁ Arst., Anth. = γενέτης II, 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενετήρ -ῆρος, ὁ [~ γενέτωρ verwekker, vader.