γληχωνίτης

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

οἶνος, ὁ, wine A prepared with γλήχων, Dsc.5.52, Gp. 8.7.

Greek (Liddell-Scott)

γληχωνίτης: οἶνος, ὁ, παρεσκευασμένος μὲ γλήχωνα, Γεωπ. 8, 7.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Grafía: graf. γλιχ- Gp.8.7
aromatizado con poleo οἶνος Dsc.5.52, Colum.12.35, Gp.l.c.

Greek Monolingual

γληχωνίτης, ο (Α) γλήχων
κρασί αρωματισμένο με γλήχωνα.