γλισχρεύομαι

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

A to be close, stingy, M.Ant.5.5.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρεύομαι: ἀποθ., εἶμαι γλίσχρος, φειδωλός, μικρολόγος, Μ. Ἀντων. 5. 5.

Spanish (DGE)

ser pegajoso, de donde fig. ser avaro, mezquino Plu.Prou.1.84, M.Ant.5.5, Eust.279.19.

Greek Monolingual

γλισχρεύομαι (AM) γλίσχρος
είμαι γλίσχρος, φειδωλός, τσιγγουνεύομαι.