γραμμάριον

Revision as of 21:01, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

τό, A weight of two obols, Aët.7.117.

German (Pape)

[Seite 504] τό, ein Skrupel, 1/24 der Unze, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμάριον: τό, βάρος ἰσοδύναμον πρὸς τρεῖς ὀβολούς· ἴδε Δουκάγγ. ἐν παραρτ.

Spanish (DGE)

-ου, τό
gramito, gramo pequeña unidad de peso γραμμάρια ἓξ στίμμεως πεπλυμένου en la preparación de un colirio, Aët.7.116, cf. Gal.14.462, Hippiatr.Lond.83, cf. γράμμα Iv.