γριφοειδής
English (LSJ)
ές, A enigmatical, Hsch.
Spanish (DGE)
-ές
1 enigmático, difícil de resolver τὸ σκολιὸν καὶ γριφοειδές Gr.Naz.M.36.40A, cf. Hsch.
2 adv. -ῶς enigmáticamente ζητηθήσεται γελοίως καὶ γ. χρόνος ἄχρονος Zach.Mit.Opif.M.85.1081C.