εως, ἡ, A division, halving, Id.737.
[Seite 646] ἡ, die Theilung, Hälfte, Arat. 737.
δίχᾰσις: -εως, ἡ, διαίρεσις, τὸ ἥμισυ., Ἄρατ. 737.
δίχασις, η (Α) διχάζωδιαίρεση στα δύο.