δασύτρωγλος

Revision as of 21:20, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ον, A = δασύπρωκτος, AP12.41 (Mel.).

Greek (Liddell-Scott)

δασύτρωγλος: -ον, = δασύπρωκτος, Ἀνθ. Π. 12. 41.

Spanish (DGE)

(δᾰσύτρωγλος) -ον
de culo velludo δασυτρώγλων δὲ πίεσμα λασταύρων AP 12.41 (Mel.).

Greek Monolingual

δασύτρωγλος, -ον (Α)
ο δασύπρωκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + τρώγλη «οπή, τρύπα»].

Russian (Dvoretsky)

δᾰσύτρωγλος: с мохнатым задом Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δασύτρωγλος -ον [δασύς, τρώγλη] obsc. met een harige reet.