Σέρβος

Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, θηλ. Σερβίδα και Σέρβα, Ν
ο κάτοικος της Σερβίας ή αυτός που κατάγεται από την Σερβία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < σλαβ. srb].