Φθιάς

Revision as of 21:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de Phthie.
Étymologie: Φθία.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
ιδιότυπη μορφή θηλ. του επιθ. Φθῑος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Φθία + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ἐρετρι-άς)].

Russian (Dvoretsky)

Φθῑάς: άδος (ᾰ) adj. f фтийская (γᾶ Eur.).
άδος ἡ уроженка Фтии Eur.