άνηθο

Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

το κ. άνηθος, ο (AM ἄνηθον κ. ἄννηθον κ. ἄνητον κ. ἄννητον)
αρωματικό φυτό της οικ. των Σκιαδοφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνειο της Ελληνικής].