αγγειογραφία
Greek Monolingual
και αγγειογραφική, η αγγειογράφος
η τέχνη της διακοσμήσεως τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αγγείο + -γραφία, πρβλ. αγγλ. angiography].
και αγγειογραφική, η αγγειογράφος
η τέχνη της διακοσμήσεως τών αγγείων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αγγείο + -γραφία, πρβλ. αγγλ. angiography].