αγλαόκαρπος

Revision as of 22:25, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀγλαόκαρπος, -ον (Α)
1. (για δέντρα) αυτός που παράγει ωραίους ή πλούσιους καρπούς
2. (για τη Θέτιδα) αυτή που έχει ωραίους τους καρπούς τών χεριών
3. ως επίθ. της Δήμητρας και τών Νυμφών που δίνουν τους καρπούς της γης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ἀγλαός + καρπός].