-ον (Α)αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα της πολιτείας στο πρυτανείο«ὁ ἐφ' ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος).[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀεί + -σιτος < σῖτος.ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία].