αιτιατική

Revision as of 22:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α αἰτιατική)
μία από τις πλάγιες πτώσεις, η τέταρτη κατά σειρά της αρχαίας και η τρίτη της νέας ελληνικής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. αἰτιατός.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αιτιατικοσύντακτος, αιτιατικοφανής].