χειρωτικός

Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

ή, όν,    A apt at conquering or subduing, Pl.Sph.219d: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of subduing, ib.221b.

German (Pape)

[Seite 1348] zum Überwältigen, Bezwingen gehörig, geschickt, Plat. Soph. 219 d 231 b u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειρωτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς τὸ χειροῦσθα, ὑποτάσσειν, τὸ λοιπὸν ἢ κατ’ ἔργα ἢ κατὰ λόγους χειρούμενον ξύμπαν χειρωτικὸν ἂν εἴη Πλάτ. Πολιτικ. 219D· χειρωτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἐξημεροῦν, τιθασσεύειν, αὐτόθι 223β, πρβλ. 221Β.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [χειρῶ (II)]
1. ικανός στο να υποτάσσει
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χειρωτική
η τέχνη της εξημέρωσης.

Russian (Dvoretsky)

χειρωτικός: захватный: χειρωτικὸν εἶδος κτητικῆς Plat. насильственный способ приобретения.