δευτεροχύται
English (LSJ)
[ῠ], αἱ, A wine from the second pressing, PFlor.178.2 (iii A. D.).
Greek Monolingual
δευτεροχύται, αι (Α)
κρασί από τα δεύτερο πάτημα τών σταφυλιών.
[ῠ], αἱ, A wine from the second pressing, PFlor.178.2 (iii A. D.).
δευτεροχύται, αι (Α)
κρασί από τα δεύτερο πάτημα τών σταφυλιών.