δευτερουργής

Revision as of 00:04, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A vamped up, second-hand, χλαῖνα Poll.7.77.

German (Pape)

[Seite 553] χλαῖνα, wieder aufgekratzt, Poll. 7, 77.

Spanish (DGE)

-ές remendado χλαῖνα Poll.7.77.

Greek Monolingual

δευτερουργής, -ές (Α)
αυτός που έχει δεχτεί και δεύτερη επεξεργασία, ο καλοδουλεμένος.