δεκέμβολος

Revision as of 00:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with ten beaks, ναῦς A.Fr..133.

German (Pape)

[Seite 543] mit zehn Schiffsschnäbeln, Aesch. frg. 129.

Greek (Liddell-Scott)

δεκέμβολος: -ον, ὁ ἔχων δέκα ἔμβολα, ναῦς Αἰσχύλ. Ἀποσπάσμ. 136.

Spanish (DGE)

-ον
que tiene diez espolonesde la nave de Néstor, A.Fr.133.

Greek Monolingual

δεκέμβολος, -ον (Α)
1. (για πολεμικά πλοία) αυτός που έχει δέκα έμβολα
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκέμβολον
πλοίο με δέκα έμβολα.