διέρρωγα

Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. διαρρήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

διέρρωγα: ἴδε ἐν λ. διαρρήγνυμι.

French (Bailly abrégé)

v. διαρρήγνυμι.

Greek Monotonic

διέρρωγα: αμτβ. παρακ. του διαρρήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

διέρρωγα: pf. к διαρρήγνυμι.