A v. διατρώγω.
διατρᾰγεῖν: ἴδε ἐν λ. διατρώγω.
v. διατρώγω.
διατρᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του διατρώγω.
διατραγεῖν inf. them. aor. act. van διατρώγω.