διαχυλόομαι
English (LSJ)
A to be made into a syrup, σεμίδαλις -κεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.
Spanish (DGE)
hacerse líquido, disolverse σεμίδαλις διακεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.5.
A to be made into a syrup, σεμίδαλις -κεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.
hacerse líquido, disolverse σεμίδαλις διακεχυλωμένη ὕδατι Hippiatr.32.5.