διατύφω

Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῡ], pf. part. Pass. A διατεθυμμένη dazed, Lib.Or.1.95 (nisi leg. -τεθρυμμένη).

German (Pape)

[Seite 609] durchräuchern; übertr., ψυχὴ ἄχους πλέα καὶ διατεθυμμένη, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

διατύφω: [ῠ], πληρῶ καπνοῦ, μεταφ., ψυχὴ διατεθυμμένη Λιβάν. 1, 68.

Spanish (DGE)

llenar de humo, fig. aturdir en v. pas. ἡ ψυχή Lib.Or.1.95.

Greek Monolingual

διατύφω (Α) τύφω
γεμίζω καπνό.