δορυβόλος

Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hurling spears, μηχάνημα J.AJ9.10.3; δορυβόλον alone, Ph.Bel.95.20.

German (Pape)

[Seite 659] den Speer werfend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

δορῠβόλος: -ον, ὁ ἐξακοντίζων δόρατα, μηχάνημα Ἰώσηπ. Ι. Ἀρχ. 9. 10, 3, Φίλων Βελ. σ. 95, 20.

Spanish (DGE)

-ον
que dispara lanzas μηχανήματα I.AI 9.221
subst. τὸ δ. máquina para disparar lanzas χρᾶσθαι ... τοῖς δορυβόλοις Ph.Mech.95.20.

Greek Monolingual

δορυβόλος, -ον (Α)
(για πολεμική μηχανή) αυτός που εξακοντίζει δόρατα.