δυσθνῄσκω
English (LSJ)
A = δυσθανατέω, only in part., E.El.843, Rh.791.
Spanish (DGE)
agonizar, estar a punto de morir E.El.843, Rh.791.
Greek Monotonic
δυσθνῄσκω: = δυσθανατέω, μόνο σε μτχ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δυσθνῄσκω: Eur. (только part. praes.) = δυσθανατέω.