δυσκρατής

Revision as of 01:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, = sq., A δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος Stob.3.33.10.

German (Pape)

[Seite 683] ές, schwer zu beherrschen; δυσκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκρᾱτής: -ές, = τῷ ἑπομ. Πλούτ. παρὰ Στοβ. τ. 33. 10.

Spanish (DGE)

-ές
difícil de dominar δυσκρατέστατον γὰρ πάντων ὁ λόγος Zeno Stoic.1.65.

Greek Monolingual

δυσκρατής, -ές (Α)
δυσκράτητος.