δύσρηκτος
English (LSJ)
ον, A hard to break through, Gal.UP15.5, D.C.62.8.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
δύσρηκτος: -ον, = δυσραγής, Δίων Κ. 62. 8.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de romper o rasgar ὑμήν Gal.4.237, τὸ δὲ παχὺ καὶ γλίσχρον ὑγρὸν ... δ. ὑπάρχον ref. a burbujas, Gal.18(2).178
•fig. irrompible (ὁ δαίμων) δεσμὸς δ. γενόμενος τῆς ... ψυχῆς Hom.Clem.9.9.5.
2 difícil de atravesar, infranqueable, impenetrable ἐπύκνωσεν ἕκαστον τῶν μερῶν (τοῦ στρατοῦ) ὥστε δύσρηκτον εἶναι D.C.62.8.3.