A v. ἐργαθεῖν.
εἰργαθεῖν: ἴδε ἐν λ. ἐργαθεῖν.
v. ἐργαθεῖν.
εἰργαθεῖν: ποιητ. απαρ. αορ. βʹ του εἴργω.