[ᾱ], ες, A v. εὐμήκης.
εὐμάκης: ᾱ, ές, Δωρ. ἀντὶ εὐμήκης.
dor. c. εὐμήκης.
εὐμάκης: (ᾱ) дор. Theocr. = εὐμήκης.